παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek
παραφθάνειν — παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) παραφθά̱νειν , παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθαίη — παραφθάνω overtake aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθαίησι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθαίῃ — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθαίῃσι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεφθάσαμεν — παραφθάνω overtake aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέφθη — παραφθάνω overtake aor ind act 3rd sg παρέπομαι accompany aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθάσας — παραφθά̱σᾱς , παραφθάνω overtake aor part act fem acc pl (attic epic ionic) παραφθάσᾱς , παραφθάνω overtake aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)