παραφθάνω

παραφθάνω
παρα-φθάνω [pron. full] [ᾰν], [tense] aor. 2 παρέφθην, part. [voice] Act. and [voice] Med. παραφθάς, -φθάμενος (the only tense used by Hom.) :—
A overtake, outstrip,

τοσσάκι μιν . . ἀποστρέψασκε παραφθάς Il.22.197

; εἰ δ' ἄμμε παραφθαίῃσι πόδεσσιν (nisi leg. -φθήῃσι) 10.346 ;

κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον 23.515

; of a horse, win a race, Paus.5.8.8, cf. Hld.4.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

  • παραφθάνειν — παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) παραφθά̱νειν , παραφθάνω overtake pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίη — παραφθάνω overtake aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίησι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίῃ — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθαίῃσι — παραφθάνω overtake aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεφθάσαμεν — παραφθάνω overtake aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρφθάμενος — παραφθάνω overtake aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέφθη — παραφθάνω overtake aor ind act 3rd sg παρέπομαι accompany aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθάσας — παραφθά̱σᾱς , παραφθάνω overtake aor part act fem acc pl (attic epic ionic) παραφθάσᾱς , παραφθάνω overtake aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”